- λυγμός
- λυγμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυγμός — ο (AM λυγμός) σπασμός τού διαφράγματος υπό την επίδραση ψυχικού πόνου, ο οποίος ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη εξαγωγή τού αέρα που υπάρχει στον θώρακα μσν. αρχ. λόξυγγας («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ τού λύζω… … Dictionary of Greek
λυγμός — ο σπασμός του στήθους από το κλάμα, το αναφιλητό: Ακούγοντας την απόφαση του δικαστηρίου ξέσπασε σε λυγμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυγμοῖς — λυγμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμοῖσι — λυγμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμοί — λυγμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμοῦ — λυγμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμούς — λυγμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμῶν — λυγμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμῷ — λυγμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμόν — λυγμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)